- αναθίβαλμα
- το [αναθιβάλλω]πανουργία, διαβολή, ραδιουργία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναθίβαλμα — το, ατος κακολογία, διαβολή: Αυτά είναι αναθιβάλματα και να μην τα πιστεύεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναθιβάλλω — και βάνω 1. έχω ενδοιασμούς, διστάζω, αμφιβάλλω 2. έχω διαφορετική γνώμη για κάτι, διαφωνώ 3. απρόσ. (μου) αναθιβάλλει έρχεται στον νου μου 4. κάνω λόγο για κάτι, αναφέρω, αφηγούμαι 5. φέρνω στη μνήμη μου, αναπολώ, θυμάμαι 6. συλλογίζομαι,… … Dictionary of Greek